- νομοθετικοῦ
- νομοθετικόςrelating to legislationmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Νομικής, γεγονότα — Μεγάλες πολιτικές κινητοποιήσεις που συντάραξαν την Αθήνα τον Φεβρουάριο Μάρτιο του 1973 και είχαν ως στόχο το δικτατορικό καθεστώς. Ξεκίνησαν με την έκδοση νομοθετικού διατάγματος, το οποίο επέτρεπε στο υπουργείο Άμυνας να διακόπτει κατά βούληση … Dictionary of Greek
δημοψήφισμα — Όρος που υποδηλώνει δύο αρκετά διαφορετικές έννοιες. Σύμφωνα με την πρώτη, δ. είναι ο θεσμός με τον οποίο το εκλογικό σώμα καλείται να αποφασίσει, με άμεσο τρόπο, για τη χρησιμότητα ορισμένων νομοθετικών ή συνταγματικών πράξεων. Όπως προκύπτει… … Dictionary of Greek
κογκρέσο — το 1. ονομασία τού νομοθετικού οργάνου τών ΗΠΑ το οποίο αποτελείται από τη Γερουσία και τη Βουλή τών Αντιπροσώπων 2. ονομασία τού πολιτικού κόμματος τής Ινδίας επικεφαλής τού οποίου υπήρξαν ο Τζ. Νεχρού και η Ίντιρα Γκάντι 3. φρ. «θρησκευτικά… … Dictionary of Greek
κοινοβούλιο — Συλλογικό πολιτικό όργανο, αντιπροσωπευτικό της εθνικής κοινότητας, αποτελούμενο από μία ή περισσότερες συνελεύσεις, στο οποίο έχει ανατεθεί η νομοθετική λειτουργία και το οποίο, σε βαθμό ανάλογο με τα ισχύοντα συνταγματικά συστήματα των διαφόρων … Dictionary of Greek
κυβέρνηση — Το ανώτατο όργανο άσκησης της εκτελεστικής εξουσίας (συμβούλιο υπουργών με πρόεδρο ή πρωθυπουργό). Υπάρχει όμως και μια γενικότερη έννοια, σύμφωνα με την οποία κ. εννοείται η ιδιαίτερη διάταξη που εμφανίζουν οι ανώτατες λειτουργίες μιας πολιτείας … Dictionary of Greek
ψήφισμα — το, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ψάπιγμα και ψάφιγμα Α 1. απόφαση που λαμβάνεται με ψηφοφορία 2. (ειδικά στην αρχ. Αθήνα) απόφαση για οποιοδήποτε θέμα η οποία λαμβανόταν με ψηφοφορία από την βουλή ή από την εκκλησία τού δήμου («δήμου δὲδοκται παντελῆ… … Dictionary of Greek
Άσκουιθ, Χέρμπερτ Χένρι — (Herbert Henry Asquith,Μόρλεϊ 1852 – Σάτον Κόρτνεϊ 1928). Βρετανός πολιτικός, πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας (1908–15), κόμης της Οξφόρδης και του Άσκουιθ. Γιος υφαντουργού, απoφοίτησε το 1876 από την Οξφόρδη και τον ίδιο χρόνο πήρε την άδεια … Dictionary of Greek
Βάλντεμαρ — (Waldemar). Όνομα βασιλιάδων της Δανίας. 1. Β. Α’, ο επιλεγόμενος Μέγας (1131 1182). Βασιλιάς της Δανίας (1157 82). Ήταν γιος του αγίου Κανούτου Λαβάρντ και της Ρωσίδας πριγκίπισσας Ίνζεμποργκ. Σε ηλικία 16 ετών αναμείχτηκε στην υπόθεση της… … Dictionary of Greek